ιερητεία

ιερητεία
ἱερητεία, ἡ (Α)
ιων. τ. βλ. ιερατεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ιερατεία — η (ΑΜ ἱερατεία, Α και ἱερητείη και ἱερητεία, ιων. τ. ἱρητήη) [ιερατεύω] το αξίωμα τού ιερέα, η ιερωσύνη («τὴν περὶ τὸ θεῑον ἐπιμέλειαν, ἢν καλοῡμεν ἱερατείαν», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • ιερωτεία — ἱερωτεία και ἱερητεία, ἡ (Α) βλ. ιερατεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερωτεύω. Ο τ. αντί ιερατεία*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”